Ελληνικές εξαγωγές: «Ταβάνι» το 2025, αλλά συγκρατημένη αισιοδοξία για το 2026

Με χαμηλότερες των προσδοκιών επιδόσεις αναμένεται να ολοκληρωθεί το 2025 για την ελληνική εξαγωγική δραστηριότητα, χωρίς ωστόσο να έχει χαθεί η δυναμική για την επόμενη χρονιά. Παρά το γεγονός ότι ο πολυπόθητος στόχος των 50 δισ. ευρώ δεν θα επιτευχθεί, οι εκπρόσωποι του κλάδου εκτιμούν πως υπάρχουν ακόμη σημαντικά περιθώρια αναδιάταξης και ανάπτυξης.
Όπως επισημαίνει στον Οικονομικό Ταχυδρόμο ο Άλκης Καλαμπόκης, πρόεδρος του Πανελλήνιος Σύνδεσμος Εξαγωγέων, η συνολική αξία των εξαγωγών για το 2025 εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί μεταξύ 49 και 49,5 δισ. ευρώ, οριακά χαμηλότερα από τα 49,5 δισ. ευρώ του 2024. Πρόκειται για μια επίδοση που επιβεβαιώνει ότι, μετά την έντονη άνοδο των προηγούμενων ετών, ο εξαγωγικός τομέας φαίνεται να έχει εισέλθει σε μια φάση στασιμότητας.
Είναι ενδεικτικό ότι το 2023 οι ελληνικές εξαγωγές ανήλθαν σε 50,5 δισ. ευρώ, ενώ το 2022 είχαν φτάσει τα 51,1 δισ. ευρώ, επίπεδα που μέχρι στιγμής δεν έχουν επαναληφθεί. Σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, η εξάντληση της δυναμικής που αναπτύχθηκε κατά τη διάρκεια της πολυετούς οικονομικής κρίσης καθιστά αναγκαίο έναν νέο στρατηγικό προσανατολισμό.
Κεντρικό ζήτημα, όπως τονίζει ο κ. Καλαμπόκης, αποτελεί η υπερβολική εξάρτηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία απορροφά περίπου το 66% της αξίας των ελληνικών εξαγωγών, με το υπόλοιπο 34% να κατευθύνεται σε τρίτες αγορές. «Οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν μπορούν να επαναπαύονται σε αυτό το σχήμα», σημειώνει, υπογραμμίζοντας ότι απαιτείται μεγαλύτερη γεωγραφική διασπορά.
Στο πλαίσιο αυτό, τα Βαλκάνια αναδεικνύονται σε περιοχή με ανεκμετάλλευτες δυνατότητες. Η Ρουμανία συγκαταλέγεται ήδη στους σημαντικότερους εμπορικούς εταίρους της Ελλάδας, καταλαμβάνοντας την έκτη θέση στις εξαγωγές, ενώ η Βουλγαρία βρίσκεται ακόμη ψηλότερα, στην τέταρτη θέση. Παράλληλα, σημαντικά περιθώρια ανάπτυξης εντοπίζονται στη Σερβία (26η θέση) και στην Αλβανία (20ή θέση). Ειδικά για την Αλβανία, ο πρόεδρος του ΠΣΕ επισημαίνει ότι δραστηριοποιούνται ήδη 340 επιχειρήσεις ελληνικών συμφερόντων και περίπου 200 ελληνοαλβανικές, με τις ελληνικές εξαγωγές να φτάνουν τα 875 εκατ. ευρώ.
Ιδιαίτερο βάρος δίνεται και στην Ασία, η οποία χαρακτηρίζεται από μεγάλες προοπτικές αλλά και σύνθετα εμπόδια. Σύμφωνα με τον κ. Καλαμπόκη, τα προβλήματα εκεί δεν είναι μόνο δασμολογικά, αλλά κυρίως μη δασμολογικά, αφορώντας πλατφόρμες διάθεσης, πιστοποιήσεις και διαδικασίες αναγνώρισης προϊόντων. Τα εμπόδια αυτά λειτουργούν αποτρεπτικά κυρίως για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ενώ δυσκολεύουν ακόμη και μεγάλους εξαγωγικούς ομίλους.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ελληνική επιχείρηση που, όπως ανέφερε, επιχειρεί εδώ και δύο χρόνια να εισέλθει στην αγορά της Κίνας, αντιμετωπίζοντας απαιτήσεις που – όπως σχολιάζει – «ισοδυναμούν με το να ζητείται το κλειδί του εργοστασίου». Στο ίδιο πλαίσιο, τονίζεται η ανάγκη δημιουργίας μικτών διμερών επιτροπών με ασιατικές χώρες, ώστε να διευκολυνθεί η αναγνώριση ελληνικών προϊόντων ΠΟΠ και ΠΓΕ.
Παρά το χαμηλό σημερινό αποτύπωμα, οι δυνατότητες είναι ενδεικτικές: η Ινδία βρίσκεται μόλις στην 55η θέση των αγοραστών ελληνικών προϊόντων, με εξαγωγές 121 εκατ. ευρώ, ενώ η Κίνα, αν και ανέβηκε στην 22η θέση από την 29η, απορροφά εξαγωγές αξίας 414 εκατ. ευρώ.
Συνολικά, το 2025 κλείνει χωρίς νέα ρεκόρ, αλλά με σαφές μήνυμα ότι η επόμενη φάση των ελληνικών εξαγωγών θα κριθεί από το κατά πόσο η χώρα θα καταφέρει να διευρύνει το αποτύπωμά της πέρα από τις παραδοσιακές αγορές, αξιοποιώντας περιοχές με υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και μειώνοντας τις δομικές εξαρτήσεις.






