Αλλάζει ο χάρτης των λαϊκών αγορών και στην Κρήτη: Νέες άδειες μετά από χρόνια «παγώματος» – Τι κερδίζουν παραγωγοί και καταναλωτές

Σημαντική αλλαγή στον τρόπο λειτουργίας των λαϊκών αγορών προωθεί το Υπουργείο Ανάπτυξης, ανάβοντας το «πράσινο φως» για την έκδοση νέων αδειών μετά από τρία χρόνια στασιμότητας. Η απόφαση έρχεται σε μια περίοδο που ο θεσμός δείχνει έντονα σημάδια συρρίκνωσης, καθώς αρκετοί παραγωγοί αποσύρονται λόγω συνταξιοδότησης ή οικονομικής δυσκολίας, ενώ η πτώση της κίνησης σε πολλές περιοχές ξεπερνά το 30%.
Το αίτημα των παραγωγών
Όπως εξήγησε στο neakriti.gr ο πρόεδρος των παραγωγών λαϊκών αγορών Χανίων και αντιπρόεδρος της Ομοσπονδίας Κρήτης, Κώστας Καψωμενάκης, το θεσμικό πλαίσιο που θεσπίστηκε με τον νόμο 4849/2021 (γνωστό ως «νόμος Γεωργιάδη») έχει μπλοκάρει την είσοδο νέων επαγγελματιών στον κλάδο.
«Για να δραστηριοποιηθεί κάποιος απαιτείται προκήρυξη, η οποία δεν γίνεται τα τελευταία χρόνια. Αυτό, σε συνδυασμό με τις αποχωρήσεις, οδηγεί τις λαϊκές σε μαρασμό», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Στα Χανιά, μόνο τον τελευταίο χρόνο, αποχώρησαν 15 παραγωγοί, ενώ τουλάχιστον 10 νέοι αγρότες περιμένουν να ενταχθούν στον κλάδο.
Η συνάντηση με τον Υπουργό
Το θέμα τέθηκε σε συνάντηση της Γενικής Συνομοσπονδίας Λαϊκών Αγορών Ελλάδος και των Ομοσπονδιών με την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου στην Αθήνα. Οι εκπρόσωποι ζήτησαν όχι μόνο την άμεση ενεργοποίηση προκηρύξεων, αλλά και τη δυνατότητα συμμετοχής εμπόρων, ώστε να υπάρχει μεγαλύτερη ποικιλία προϊόντων για τους καταναλωτές.
Η Συνομοσπονδία ανακοίνωσε ότι τις επόμενες ημέρες θα υπάρξει νέα συνάντηση με τον γενικό γραμματέα Εμπορίου Σωτήρη Αναγνωστόπουλο, με στόχο να καθοριστούν οι λεπτομέρειες για την προσαρμογή του νόμου στις σημερινές ανάγκες.
Ακρίβεια και πτώση αγοραστικής δύναμης
Την ίδια στιγμή, οι λαϊκές αγορές πλήττονται από την ακρίβεια, με την κατανάλωση να μειώνεται αισθητά. Στα Χανιά η πτώση υπολογίζεται γύρω στο 30%, ενώ σε άλλες περιοχές, όπως η Θεσσαλία, η μείωση φτάνει ακόμη και στο 50%.
Η σημασία των νέων αδειών
Η έκδοση νέων αδειών αναμένεται να ενισχύσει τον ανταγωνισμό, να δώσει χώρο σε νέους αγρότες που θέλουν να συνεχίσουν την παράδοση και ταυτόχρονα να προσφέρει περισσότερες επιλογές και καλύτερες τιμές για τους πολίτες.